- εὐεπηρέαστος
- εὐεπηρέαστοςexposed to harmmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευεπηρέαστος — η, ο (Α εὐεπηρέαστος, ον) 1. αυτός που επηρεάζεται εύκολα 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐεπηρέαστον το να επηρεάζεται κάποιος εύκολα («τῆς φύσεως τῆς ἡμετέρας τὸ εὐεπηρέαστον», Ιωάνν. Χρυσ.). αρχ. εκτεθειμένος σε κίνδυνο, σε κακό («εὐεπηρέαστος ὑπὸ τῶν… … Dictionary of Greek
εὐεπηρεαστοτάτων — εὐεπηρέαστος exposed to harm fem gen superl pl εὐεπηρέαστος exposed to harm masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐεπηρέαστον — εὐεπηρέαστος exposed to harm masc/fem acc sg εὐεπηρέαστος exposed to harm neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐεπηρεάστοις — εὐεπηρέαστος exposed to harm masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐεπηρεάστου — εὐεπηρέαστος exposed to harm masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐεπηρεάστους — εὐεπηρέαστος exposed to harm masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐεπηρεάστῳ — εὐεπηρέαστος exposed to harm masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐεπηρέαστα — εὐεπηρέαστος exposed to harm neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ντεμουλέν, Λισί Σεμπλίς Καμίλ Μπενουά — (Lucie Simplice Camille Benoist Desmoulins, Γκιζ 1760 – Παρίσι 1794). Γάλλος πολιτικός και δημοσιογράφος. Σπούδασε στο κολέγιο Louis Le Grand του Παρισιού, όπου συνδέθηκε φιλικά με τον Ροβεσπιέρο και αποφοίτησε έχοντας διαμορφώσει καθαρά… … Dictionary of Greek
ԴԻՒՐԱԿԱՊՈՒՏ — ( ) NBH 1 0631 Chronological Sequence: 5c ա. εὑεπηρέαστος damnis facile obnoxius Դիւրաւ կապտելի, որսալի, կաշառելի. *Մի երեսք դիւրակապուտք են ըստ կարծեաց. յերկուց եւ յերից վկայից հաստատեսցի. Բրս. հց … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)